- αλεύρωμα
- τό1) посыпание мукой; 2) перен. поверхностные знания, поверхностное образование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεύρωμα — το, ατος 1. πασπάλισμα με αλεύρι ή με άλλη σκόνη: Οι πίτες ήθελαν λίγο αλεύρωμα, πριν μπουν στο φούρνο. 2. επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα: Είχε βγάλει το δημοτικό κι είχε πάρει κάποιο αλεύρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεύρωμα — το [αλευρώνω] 1. πασπάλισμα με αλεύρι 2. άβαθη, επιφανειακή μόρφωση, πασάλειμμα … Dictionary of Greek
αλευρώνω — 1. πασπαλίζω με αλεύρι 2. λερώνω με αλεύρι 3. πασπαλίζω με πούδρα, πουδράρω 4. μεσ. μορφώνομαι επιφανειακά και επιπόλαια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι. ΠΑΡ. νεοελλ. αλεύρωμα] … Dictionary of Greek